τυπάρι

τυπάρι
το / τυπάριον, ΝΜ
νεοελλ.
1. εκκλ. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για την αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων πάνω σε προσφορές
2. καλούπι από κερί
μσν.
υποκορ. (για νομίσματα) αρχέτυπο σφραγιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. θηκ-άρι(ον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τυπάρι — το 1. ξύλινη ή μεταλλική σφραγίδα για αποτύπωση γραμμάτων ή σχημάτων σε προσφορές, λειτουργιές ή άλλα αντικείμενα, σφραγιστήρι. 2. κομμάτι κεριού που πήρε το σχήμα του αγγείου όπου χύθηκε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τυπάριον — τὸ, Μ βλ. τυπάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”